πολυθεϊσμός

πολυθεϊσμός
ο, Ν
(περιλπτ.)
1. πολυθεΐα
2. το σύνολο τών πολυθεϊστικών θρησκειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheisme (< πολυθεΐα + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυθεϊσμός ή πολυθεΐα — Θρησκεία που βασίζεται στη λατρεία πολλών θεοτήτων. Ως θεότητες δεν νοούνται όλα τα υπερανθρώπινα ή εξωανθρώπινα όντα, που λατρεύουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά μόνο μερικά απ’ αυτά, που διακρίνονται από ακριβή χαρακτηριστικά, τα oποία είναι: η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • πάνθεον — Ο όρος υποδηλώνει το σύνολο των θεών μιας πολυθεϊστικής θρησκείας (πολυθεϊσμός), τοποθετημένων σε μια λειτουργική και ιεραρχική σχέση. Οι διάφορες θεότητες, έχοντας η καθεμιά τους ιδιαίτερο πεδίο δράσης, οφείλουν να ενεργούν αρμονικά, όπως… …   Dictionary of Greek

  • πολυθεΐα — η, ΝΜΑ [πολύθεος] θρησκειολ. η πίστη σε πολλούς θεούς, η λατρεία πολλών θεών, πολυθεϊσμός …   Dictionary of Greek

  • πολυθεϊστής — ο, θηλ. πολυθεΐστρια, η, Ν αυτός που πιστεύει σε περισσότερους από έναν θεούς, οπαδός τού πολυθεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheiste (βλ. πολυθεϊσμός). Η λ. στον πληθ., οἱ πολυθεϊσταί, μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν.… …   Dictionary of Greek

  • Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Κρόιτσερ, Φρίντριχ — (Friedrich Creuzer, 1771 – 1858). Γερμανός φιλόλογος και ελληνιστής. Διετέλεσε επί 40 χρόνια καθηγητής της φιλολογίας και της αρχαίας ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ήταν μέλος της γαλλικής Ακαδημίας των Επιγραφών και μυστικοσύμβουλος …   Dictionary of Greek

  • Τάιλορ, σερ Έντουαρντ Μπάρνετ — (sir Edward Burnett Tylor, Κάμπερουελ 1832 – Ουέλινγκτον, Σόμερσετ 1917). Άγγλος εθνολόγος, ένας από τους ιδρυτές της νεότερης εθνολογίας. Από νέος ταξίδεψε πολύ και επισκέφτηκε τις ΗΠΑ, την Κούβα και το Μεξικό, χώρες για τις οποίες ενδιαφέρθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”